Το ερώτημα παραμένει, ωστόσο, σε ποιο βαθμό τα σχέδια αυτά θα μπορέσουν να πείσουν τους επενδυτές. Είναι ακριβώς η αξιοπιστία των δημοσιονομικών στρατηγικών που θα καθορίσει αν οι χώρες θα διατηρήσουν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης ή θα πρέπει να αποδεχθούν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου. Το πιο ορατό παράδειγμα σήμερα είναι η Γαλλία, όπου ο συνδυασμός υψηλού χρέους και πολιτικής αβεβαιότητας ασκεί πιέσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τη μεταβλητότητα στην αγορά κρατικών ομολόγων.
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για την πανδημία (PEPP), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τερμάτισε όλες τις σχετικές επανεπενδύσεις τον Δεκέμβριο του 2024. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά τίτλων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα πρέπει να πραγματοποιείται από τους επενδυτές χωρίς την άμεση υποστήριξη της κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των ιταλικών και των γερμανικών κρατικών ομολόγων υποχώρησε κάτω από το όριο των 100 μονάδων βάσης στις αρχές του έτους. Αυτό συνέβη μετά τη δημιουργία ενός ταμείου ύψους 500 δισ. ευρώ με στόχο τη χρηματοδότηση του στρατού και τη στήριξη της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, ο τραπεζικός τομέας εισέρχεται σε αυτό το περιβάλλον με σχετικά ισχυρή κεφαλαιακή θέση. Ο μέσος δείκτης CET1 σταθεροποιήθηκε πάνω από το 16% το πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ τα τελευταία τεστ αντοχής δείχνουν ότι οι τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι το 2023. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι η μεγαλύτερη ευαισθησία στις κινήσεις της αγοράς, καθώς οι τράπεζες κατέχουν μεγαλύτερο όγκο κρατικών ομολόγων - εκτιμάται σε 3,9 τρισ. ευρώ. Ακόμη και αν τα χαρτοφυλάκια είναι διαφοροποιημένα, μια απότομη αύξηση των αποδόσεων μπορεί να οδηγήσει σε μη πραγματοποιημένες ζημίες, οι οποίες συνήθως αντανακλώνται στους δείκτες ρευστότητας και στη δυνατότητα χρήσης τίτλων ως εγγύηση.
Οι εξελίξεις στην πιστωτική αγορά παρουσιάζουν μέχρι στιγμής μια μικτή εικόνα. Οι τράπεζες έχουν διατηρήσει αμετάβλητα τα πρότυπα δανεισμού για τις επιχειρήσεις, γεγονός που υποδηλώνει έναν ορισμένο βαθμό σταθεροποίησης. Η ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις έχει στη συνέχεια αναζωογονηθεί ελαφρώς, αλλά τελικά συγκρατείται από την αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις εμπορικές συγκρούσεις και την παγκόσμια επιβράδυνση. Τα νοικοκυριά, από την άλλη πλευρά, περιμένουν μια πιο αισθητή μείωση των επιτοκίων των ενυπόθηκων δανείων, η οποία θα στήριζε την αγορά κατοικίας. Συνολικά, πάντως, παραμένει αλήθεια ότι οι συνθήκες δανεισμού δεν στενεύουν, αλλά η χαλάρωσή τους θα είναι πιθανότατα σταδιακή και επιλεκτική.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη πλησίασε εν τω μεταξύ τον στόχο της ΕΚΤ, φθάνοντας το 2,1% τον Αύγουστο. Συγκεκριμένα, οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού αυξήθηκαν κατά 3,2%, ακολουθούμενες στενά από τις υπηρεσίες με αύξηση 3,1%. Οι τιμές της ενέργειας, από την άλλη πλευρά, παρουσίασαν αντίθετη δυναμική, μειούμενες κατά 1,9%. Με βάση αυτά τα στοιχεία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά τη μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο, έχει περάσει σε μια προσεκτική παύση, η οποία επιβεβαιώθηκε από την απόφαση του Σεπτεμβρίου να διατηρήσει τα επιτόκια στο 2,15%. Ως συνήθως, η μελλοντική πορεία θα εξαρτηθεί πρωτίστως από τα δεδομένα και από την εξέλιξη των δημοσιονομικών πολιτικών των επιμέρους κρατών μελών.